- κυκαδόφυτα
- ταβοτ. κλάση γυμνόσπερμων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycadophyta < cycado- (< cycadales «κυκαδώδη») + -phyta (< φυτόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυκαδικά ή κυκαδόφυτα — Κλάση τροπικών ή υποτροπικών φυτών, που ανήκει στα γυμνόσπερμα. Πρόκειται για θάμνους ή δέντρα, ύψους 1 2 μ., με κοντόχοντρο, απλό κορμό, χωρίς πλάγιους κλάδους, που μοιάζει με φοίνικα. Ο βλαστός καλύπτεται από παχύ φλοιό και διατηρεί τα… … Dictionary of Greek
κυκαδώδη — τα βοτ. τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην κλάση κυκαδόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycadales < cycad(o) (< κυκάς) + ales] … Dictionary of Greek
πτεριδόσπερμα — τα, Ν (παλαιοβοτ.) τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην υποδιαίρεση κυκαδόφυτα και περιλαμβάνει απολιθωμένα γένη τα οποία αφθονούσαν κατά το λιθανθρακοφόρο και το πέρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteridosperm (< πτέρις, ιδος +… … Dictionary of Greek
ιουράσιο — Η μεσαία από τις τρεις διαπλάσεις στρωμάτων στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων. Ονομάζεται και ιουρασική διάπλαση. Η ονομασία της προέρχεται από το ορεινό συγκρότημα του Ιούρα της νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, στην… … Dictionary of Greek